κατηγορητικος

κατηγορητικος
    κατηγορητικός
    κατ-ηγορητικός
    3
    Arst. = κατηγορικός См. κατηγορικος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κατηγορητικος" в других словарях:

  • κατηγορητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορητικός — ή, ό (Α κατηγορητικός, ή, όν) (νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή αρχ. (λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορητικῶν — κατηγορητικός fem gen pl κατηγορητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορητικῆς — κατηγορητικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»